σέσυφος

σέσυφος
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πανοῡργος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. Σίσυφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • ασύφηλος — ἀσύφηλος, ον (Α) 1. ξεροκέφαλος, ανόητος 2. πρόστυχος, ποταπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το σοφός, ενώ κατ άλλους με τα Σίσυφος και σέσυφος «πανούργος» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”